καραβόσκοινο

καραβόσκοινο
καραβόσκοινο, το και καραβοσκοίνι, το
το σκοινί του καραβιού: Τα καραβόσκοινα είναι χοντρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καραβόσκοινο — το βλ. καραβόσχοινο …   Dictionary of Greek

  • κάβος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 23 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιά. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 46 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λιχάδος του …   Dictionary of Greek

  • κάμιλος — κάμιλος, ὁ (AM) χοντρό και μακρύ σχοινί, κν. καραβόσκοινο, παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για δ. γρφ. του κάμηλος, που ερμηνεύθηκε από τους Έλληνες «χοντρό σχοινί» λόγω του χωρίου της Καινής Διαθήκης ευκοπώτερόν εστι κάμηλον …   Dictionary of Greek

  • καραβόσχοινο — και καραβόσκοινο και καραβοσκοίνι, το χοντρό σχοινί καραβιού, παλαμάρι, πρυμάτσα …   Dictionary of Greek

  • παλαμάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * το χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται για την πρόσδεση τού πλοίου στην προβλήτα, αλλ. κάλως, τόνος, καραβόσκοινο, πρυμάτσα ή… …   Dictionary of Greek

  • πεισματικός — ή, ό / πεισματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πείσμα, ατος (Ι)] αυτός που επιμένει σταθερά και επίμονα σε κάτι, πεισματάρικος, επίμονος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεισματικά λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα 2. (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως… …   Dictionary of Greek

  • πειστήρ — (I) ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπήκοος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πείθω + επίθημα τήρ (πρβλ. κολασ τήρ)]. (II) ὁ, Α σχοινί, καραβόσκοινο, παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πείσμα (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • γούμενα — η χοντρό σκοινί για να δένουν το πλοίο, καραβόσκοινο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαμάρι — το (λ. ιταλ.), χοντρό σκοινί της πρύμης για δέσιμο του πλοίου στη στεριά, αλλ. καραβόσκοινο, κάλος, πρυμάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρυμάτσα — η χοντρό σκοινί με το οποίο το πλοίο δένεται από την πρύμη στην ακτή, αλλ. παλαμάρι, κάλος, καραβόσκοινο, γούμενα: Έδεσαν την πρυμάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”